πεδοκοίτης

πεδοκοίτης
πεδοκοίτης, ου, ,
A lying on the ground,

σίκυος AP6.102

(Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεδοκοίτης — ὁ, Α (για φυτά ή για καρπούς) αυτός που κείται ή εκτείνεται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ορεσι κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • πεδοκοίτην — πεδοκοίτης lying on the ground masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”